Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπτικός
ὀπτόπλινθον
ὀπτός
ὀπτός2
ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
View word page
ὀπωπή
a sight
ShortDef
a sight
Debugging
Headword:
ὀπωπή
Headword (normalized):
ὀπωπή
Headword (normalized/stripped):
οπωπη
IDX:
62769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62770
Key:
Data
{'content': 'a sight'}