Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπτήσιμος
ὄπτησις
ὀπτήτειρα
ὀπτητέον
ὀπτητός
ὀπτίκια
ὀπτικός
ὀπτόπλινθον
ὀπτός
ὀπτός2
ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
View word page
ὄπτω2
see
ShortDef
see
Debugging
Headword:
ὄπτω2
Headword (normalized):
ὄπτω
Headword (normalized/stripped):
οπτω2
IDX:
62763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62764
Key:
Data
{'content': 'see'}