Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
ὄπτησις
ὀπτήτειρα
ὀπτητέον
ὀπτητός
ὀπτίκια
ὀπτικός
ὀπτόπλινθον
ὀπτός
ὀπτός2
ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
View word page
ὀπτός
roasted, broiled

ShortDef

roasted, broiled
visible

Debugging

Headword:
ὀπτός
Headword (normalized):
ὀπτός
Headword (normalized/stripped):
οπτος
IDX:
62761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62762
Key:

Data

{'content': 'roasted, broiled'}