Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
ὄπτησις
ὀπτήτειρα
ὀπτητέον
ὀπτητός
ὀπτίκια
ὀπτικός
ὀπτόπλινθον
ὀπτός
ὀπτός2
ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
View word page
ὀπτίκια
auspicia

ShortDef

auspicia

Debugging

Headword:
ὀπτίκια
Headword (normalized):
ὀπτίκια
Headword (normalized/stripped):
οπτικια
IDX:
62758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62759
Key:

Data

{'content': 'auspicia'}