Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
ὄπτησις
ὀπτήτειρα
ὀπτητέον
ὀπτητός
ὀπτίκια
ὀπτικός
ὀπτόπλινθον
ὀπτός
ὀπτός2
ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
View word page
ὀπτητός
roasted
ShortDef
roasted
Debugging
Headword:
ὀπτητός
Headword (normalized):
ὀπτητός
Headword (normalized/stripped):
οπτητος
IDX:
62757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62758
Key:
Data
{'content': 'roasted'}