Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπτασία
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
ὄπτησις
ὀπτήτειρα
ὀπτητέον
ὀπτητός
ὀπτίκια
ὀπτικός
ὀπτόπλινθον
ὀπτός
ὀπτός2
ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
View word page
ὀπτήτειρα
one who roasts

ShortDef

one who roasts

Debugging

Headword:
ὀπτήτειρα
Headword (normalized):
ὀπτήτειρα
Headword (normalized/stripped):
οπτητειρα
IDX:
62755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62756
Key:

Data

{'content': 'one who roasts'}