Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεύς
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτανός
ὀπτασία
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
ὄπτησις
ὀπτήτειρα
ὀπτητέον
View word page
ὀπτασία2
(dub.)

ShortDef

a vision
(dub.)

Debugging

Headword:
ὀπτασία2
Headword (normalized):
ὀπτασία
Headword (normalized/stripped):
οπτασια2
IDX:
62746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62747
Key:

Data

{'content': '(dub.)'}