Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὄππιος
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεύς
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτανός
ὀπτασία
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
ὄπτησις
ὀπτήτειρα
View word page
ὀπτασία
a vision
ShortDef
a vision
(dub.)
Debugging
Headword:
ὀπτασία
Headword (normalized):
ὀπτασία
Headword (normalized/stripped):
οπτασια
IDX:
62745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62746
Key:
Data
{'content': 'a vision'}