Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπόφυλλον
ὁππῆμος
Ὄππιος
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεύς
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτανός
ὀπτασία
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
View word page
ὀπτάνιον
a place for roasting, a kitchen
ShortDef
a place for roasting, a kitchen
Debugging
Headword:
ὀπτάνιον
Headword (normalized):
ὀπτάνιον
Headword (normalized/stripped):
οπτανιον
IDX:
62743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62744
Key:
Data
{'content': 'a place for roasting, a kitchen'}