Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅπου
Ὀπούντιος
ὀπόφυλλον
ὁππῆμος
Ὄππιος
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεύς
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτανός
ὀπτασία
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
View word page
ὀπτανεύς
one who roasts

ShortDef

one who roasts

Debugging

Headword:
ὀπτανεύς
Headword (normalized):
ὀπτανεύς
Headword (normalized/stripped):
οπτανευς
IDX:
62741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62742
Key:

Data

{'content': 'one who roasts'}