Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁποτέρωσε
ὅπου
Ὀπούντιος
ὀπόφυλλον
ὁππῆμος
Ὄππιος
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεύς
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτανός
ὀπτασία
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
View word page
ὀπτανάριος
assator, coctarius

ShortDef

assator, coctarius

Debugging

Headword:
ὀπτανάριος
Headword (normalized):
ὀπτανάριος
Headword (normalized/stripped):
οπταναριος
IDX:
62740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62741
Key:

Data

{'content': 'assator, coctarius'}