Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁποτέρωθι
ὁποτέρωσε
ὅπου
Ὀπούντιος
ὀπόφυλλον
ὁππῆμος
Ὄππιος
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεύς
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτανός
ὀπτασία
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
View word page
ὀπταλέος
roasted, broiled

ShortDef

roasted, broiled

Debugging

Headword:
ὀπταλέος
Headword (normalized):
ὀπταλέος
Headword (normalized/stripped):
οπταλεος
IDX:
62739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62740
Key:

Data

{'content': 'roasted, broiled'}