Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπόταν
ὁπότε
ὁπότερος
ὁποτεροσοῦν
ὁποτέρωθε
ὁποτέρωθι
ὁποτέρωσε
ὅπου
Ὀπούντιος
ὀπόφυλλον
ὁππῆμος
Ὄππιος
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεύς
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτανός
View word page
ὁππῆμος
when

ShortDef

when

Debugging

Headword:
ὁππῆμος
Headword (normalized):
ὁππῆμος
Headword (normalized/stripped):
οππημος
IDX:
62734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62735
Key:

Data

{'content': 'when'}