Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀνάπλευσις
ἀναπλέω
ἀναπλήθω
ἀναπλημμυρέω
ἀναπλημμύρω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωμα
ἀναπλήρωσις
View word page
ἀναπλατύνομαι
to be spread wide

ShortDef

to be spread wide

Debugging

Headword:
ἀναπλατύνομαι
Headword (normalized):
ἀναπλατύνομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπλατυνομαι
IDX:
6271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6272
Key:

Data

{'content': 'to be spread wide'}