Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀνάπλευσις
ἀναπλέω
ἀναπλήθω
ἀναπλημμυρέω
ἀναπλημμύρω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωμα
View word page
ἀνάπλαστος
that may be moulded, plastic
ShortDef
that may be moulded, plastic
Debugging
Headword:
ἀνάπλαστος
Headword (normalized):
ἀνάπλαστος
Headword (normalized/stripped):
αναπλαστος
IDX:
6270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6271
Key:
Data
{'content': 'that may be moulded, plastic'}