Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁποδαπός
ὀποειδής
ὀπόεις
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὅποι
ὁποῖος
ὁποιοσοῦν
ὀποκαλπαθίζω
ὀποκάλπασον
ὀποκάρπασον
ὀποκιννάμωμον
ὀποπάναξ
ὀπός
ὁποσάγωνον
ὁποσάκις
ὁποσάμηνος
ὁποσαπλασιοσοῦν
ὁποσάπους
ὁποσαχῇ
ὁποσαχοῦ
View word page
ὀποκάρπασον
opocarpatum

ShortDef

opocarpatum

Debugging

Headword:
ὀποκάρπασον
Headword (normalized):
ὀποκάρπασον
Headword (normalized/stripped):
οποκαρπασον
IDX:
62708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62709
Key:

Data

{'content': 'opocarpatum'}