Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀποβάλσαμον
ὁποδαπός
ὀποειδής
ὀπόεις
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὅποι
ὁποῖος
ὁποιοσοῦν
ὀποκαλπαθίζω
ὀποκάλπασον
ὀποκάρπασον
ὀποκιννάμωμον
ὀποπάναξ
ὀπός
ὁποσάγωνον
ὁποσάκις
ὁποσάμηνος
ὁποσαπλασιοσοῦν
ὁποσάπους
ὁποσαχῇ
View word page
ὀποκάλπασον
Hotai, a kind of myrrh

ShortDef

Hotai, a kind of myrrh

Debugging

Headword:
ὀποκάλπασον
Headword (normalized):
ὀποκάλπασον
Headword (normalized/stripped):
οποκαλπασον
IDX:
62707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62708
Key:

Data

{'content': 'Hotai, a kind of myrrh'}