Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀνάπλευσις
ἀναπλέω
ἀναπλήθω
ἀναπλημμυρέω
ἀναπλημμύρω
ἀναπληρόω
View word page
ἀναπλαστικός
imaginative
ShortDef
imaginative
Debugging
Headword:
ἀναπλαστικός
Headword (normalized):
ἀναπλαστικός
Headword (normalized/stripped):
αναπλαστικος
IDX:
6269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6270
Key:
Data
{'content': 'imaginative'}