Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφάγος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁπλοφυλάκιον
ὁπλοφύλαξ
ὁπλοχαρής
ὁπλοχελώνη
ὁπλωνέω
ὀποβαλσάμινος
ὀποβάλσαμον
ὁποδαπός
ὀποειδής
ὀπόεις
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὅποι
ὁποῖος
ὁποιοσοῦν
ὀποκαλπαθίζω
View word page
ὀποβαλσάμινος
of the balsam-tree

ShortDef

of the balsam-tree

Debugging

Headword:
ὀποβαλσάμινος
Headword (normalized):
ὀποβαλσάμινος
Headword (normalized/stripped):
οποβαλσαμινος
IDX:
62696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62697
Key:

Data

{'content': 'of the balsam-tree'}