Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφάγος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁπλοφυλάκιον
ὁπλοφύλαξ
ὁπλοχαρής
ὁπλοχελώνη
ὁπλωνέω
ὀποβαλσάμινος
ὀποβάλσαμον
ὁποδαπός
ὀποειδής
ὀπόεις
View word page
ὁπλοφόρος
bearing arms: a warrior, soldier
ShortDef
bearing arms: a warrior, soldier
Debugging
Headword:
ὁπλοφόρος
Headword (normalized):
ὁπλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
οπλοφορος
IDX:
62690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62691
Key:
Data
{'content': 'bearing arms: a warrior, soldier'}