Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφάγος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁπλοφυλάκιον
ὁπλοφύλαξ
ὁπλοχαρής
ὁπλοχελώνη
ὁπλωνέω
ὀποβαλσάμινος
ὀποβάλσαμον
ὁποδαπός
ὀποειδής
View word page
ὁπλοφορέω
to bear arms, be armed

ShortDef

to bear arms, be armed

Debugging

Headword:
ὁπλοφορέω
Headword (normalized):
ὁπλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
οπλοφορεω
IDX:
62689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62690
Key:

Data

{'content': 'to bear arms, be armed'}