Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπλοπάροχος
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφάγος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁπλοφυλάκιον
ὁπλοφύλαξ
ὁπλοχαρής
ὁπλοχελώνη
ὁπλωνέω
ὀποβαλσάμινος
ὀποβάλσαμον
ὁποδαπός
View word page
ὁπλοφάγος
nibbling at arms
ShortDef
nibbling at arms
Debugging
Headword:
ὁπλοφάγος
Headword (normalized):
ὁπλοφάγος
Headword (normalized/stripped):
οπλοφαγος
IDX:
62688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62689
Key:
Data
{'content': 'nibbling at arms'}