Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφάγος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁπλοφυλάκιον
ὁπλοφύλαξ
ὁπλοχαρής
ὁπλοχελώνη
ὁπλωνέω
ὀποβαλσάμινος
ὀποβάλσαμον
View word page
ὁπλότερος
the younger
ShortDef
the younger
Debugging
Headword:
ὁπλότερος
Headword (normalized):
ὁπλότερος
Headword (normalized/stripped):
οπλοτερος
IDX:
62687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62688
Key:
Data
{'content': 'the younger'}