Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότατος
View word page
ὅπλον
a tool, implement, (pl.) arms, weapons
ShortDef
a tool, implement, (pl.) arms, weapons
Debugging
Headword:
ὅπλον
Headword (normalized):
ὅπλον
Headword (normalized/stripped):
οπλον
IDX:
62676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62677
Key:
Data
{'content': 'a tool, implement, (pl.) arms, weapons'}