Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
View word page
ὁπλομελέτη
armatura

ShortDef

armatura

Debugging

Headword:
ὁπλομελέτη
Headword (normalized):
ὁπλομελέτη
Headword (normalized/stripped):
οπλομελετη
IDX:
62675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62676
Key:

Data

{'content': 'armatura'}