Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
View word page
ὁπλομάχος
fighting in heavy arms

ShortDef

fighting in heavy arms

Debugging

Headword:
ὁπλομάχος
Headword (normalized):
ὁπλομάχος
Headword (normalized/stripped):
οπλομαχος
IDX:
62674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62675
Key:

Data

{'content': 'fighting in heavy arms'}