Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
View word page
ὁπλομαχία
a fighting with heavy arms, the art of using them
ShortDef
a fighting with heavy arms, the art of using them
Debugging
Headword:
ὁπλομαχία
Headword (normalized):
ὁπλομαχία
Headword (normalized/stripped):
οπλομαχια
IDX:
62672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62673
Key:
Data
{'content': 'a fighting with heavy arms, the art of using them'}