Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιία
View word page
ὁπλομαχέω
serve as a man-at-arms : practise the use of arms

ShortDef

serve as a man-at-arms : practise the use of arms

Debugging

Headword:
ὁπλομαχέω
Headword (normalized):
ὁπλομαχέω
Headword (normalized/stripped):
οπλομαχεω
IDX:
62670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62671
Key:

Data

{'content': 'serve as a man-at-arms : practise the use of arms'}