Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀνάπλευσις
ἀναπλέω
ἀναπλήθω
View word page
ἀναπλασμός
building (of fantasies)

ShortDef

building (of fantasies)

Debugging

Headword:
ἀναπλασμός
Headword (normalized):
ἀναπλασμός
Headword (normalized/stripped):
αναπλασμος
IDX:
6266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6267
Key:

Data

{'content': 'building (of fantasies)'}