Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
View word page
ὁπλομανέω
to be madly fond of war

ShortDef

to be madly fond of war

Debugging

Headword:
ὁπλομανέω
Headword (normalized):
ὁπλομανέω
Headword (normalized/stripped):
οπλομανεω
IDX:
62668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62669
Key:

Data

{'content': 'to be madly fond of war'}