Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
View word page
ὁπλοθήκη
an armoury
ShortDef
an armoury
Debugging
Headword:
ὁπλοθήκη
Headword (normalized):
ὁπλοθήκη
Headword (normalized/stripped):
οπλοθηκη
IDX:
62663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62664
Key:
Data
{'content': 'an armoury'}