Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπλιταγωγός
ὁπλίτας
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομαχέω
View word page
ὁπλοδοτέω
arm
ShortDef
arm
Debugging
Headword:
ὁπλοδοτέω
Headword (normalized):
ὁπλοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
οπλοδοτεω
IDX:
62660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62661
Key:
Data
{'content': 'arm'}