Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλίτας
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
View word page
ὁπλιτοπάλης
heavy-armed warrior

ShortDef

heavy-armed warrior

Debugging

Headword:
ὁπλιτοπάλης
Headword (normalized):
ὁπλιτοπάλης
Headword (normalized/stripped):
οπλιτοπαλης
IDX:
62658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62659
Key:

Data

{'content': 'heavy-armed warrior'}