Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλίτας
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλόκτυπος
View word page
ὁπλιτικός
of or for a man-at-arms, fit to serve as hoplite

ShortDef

of or for a man-at-arms, fit to serve as hoplite

Debugging

Headword:
ὁπλιτικός
Headword (normalized):
ὁπλιτικός
Headword (normalized/stripped):
οπλιτικος
IDX:
62655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62656
Key:

Data

{'content': 'of or for a man-at-arms, fit to serve as hoplite'}