Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλίτας
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
View word page
ὁπλίτης
heavy-armed, armed

ShortDef

heavy-armed, armed

Debugging

Headword:
ὁπλίτης
Headword (normalized):
ὁπλίτης
Headword (normalized/stripped):
οπλιτης
IDX:
62654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62655
Key:

Data

{'content': 'heavy-armed, armed'}