Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλήεις
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλίτας
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδοτέω
View word page
ὁπλιταγωγός
carrying the heavy-armed

ShortDef

carrying the heavy-armed

Debugging

Headword:
ὁπλιταγωγός
Headword (normalized):
ὁπλιταγωγός
Headword (normalized/stripped):
οπλιταγωγος
IDX:
62650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62651
Key:

Data

{'content': 'carrying the heavy-armed'}