Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁπλά
ὁπλέω
ὁπλή
ὅπλη
ὁπλήεις
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλίτας
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλιτοδρομέω
View word page
ὁπλισμός
equipment, accoutrement, arming

ShortDef

equipment, accoutrement, arming

Debugging

Headword:
ὁπλισμός
Headword (normalized):
ὁπλισμός
Headword (normalized/stripped):
οπλισμος
IDX:
62646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62647
Key:

Data

{'content': 'equipment, accoutrement, arming'}