Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπιτίων
ὁπλά
ὁπλέω
ὁπλή
ὅπλη
ὁπλήεις
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλίτας
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
View word page
ὅπλισμα
an army, armament

ShortDef

an army, armament

Debugging

Headword:
ὅπλισμα
Headword (normalized):
ὅπλισμα
Headword (normalized/stripped):
οπλισμα
IDX:
62645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62646
Key:

Data

{'content': 'an army, armament'}