Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπισμός
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπισώτατος
ὀπιτίων
ὁπλά
ὁπλέω
ὁπλή
ὅπλη
ὁπλήεις
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
View word page
ὁπλήεις
hooved

ShortDef

hooved

Debugging

Headword:
ὁπλήεις
Headword (normalized):
ὁπλήεις
Headword (normalized/stripped):
οπληεις
IDX:
62640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62641
Key:

Data

{'content': 'hooved'}