Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄπισμα
ὀπισμός
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπισώτατος
ὀπιτίων
ὁπλά
ὁπλέω
ὁπλή
ὅπλη
ὁπλήεις
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
View word page
ὅπλη
hoof
ShortDef
hoof
Debugging
Headword:
ὅπλη
Headword (normalized):
ὅπλη
Headword (normalized/stripped):
οπλη
IDX:
62639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62640
Key:
Data
{'content': 'hoof'}