Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
View word page
ἀναπιτυσμός
spirting out
ShortDef
spirting out
Debugging
Headword:
ἀναπιτυσμός
Headword (normalized):
ἀναπιτυσμός
Headword (normalized/stripped):
αναπιτυσμος
IDX:
6263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6264
Key:
Data
{'content': 'spirting out'}