Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπισθυπέρα
ὄπισμα
ὀπισμός
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπισώτατος
ὀπιτίων
ὁπλά
ὁπλέω
ὁπλή
ὅπλη
ὁπλήεις
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστέος
View word page
ὁπλή
a hoof, the solid hoof

ShortDef

a hoof, the solid hoof

Debugging

Headword:
ὁπλή
Headword (normalized):
ὁπλή
Headword (normalized/stripped):
οπλη
IDX:
62638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62639
Key:

Data

{'content': 'a hoof, the solid hoof'}