Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπισθόχειρ
ὀπισθόψιλος
ὀπισθυπέρα
ὄπισμα
ὀπισμός
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπισώτατος
ὀπιτίων
ὁπλά
ὁπλέω
ὁπλή
ὅπλη
ὁπλήεις
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
View word page
ὁπλά
hoof

ShortDef

hoof

Debugging

Headword:
ὁπλά
Headword (normalized):
ὁπλά
Headword (normalized/stripped):
οπλα
IDX:
62636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62637
Key:

Data

{'content': 'hoof'}