Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
View word page
ἀναπίτναμι
throw open

ShortDef

throw open

Debugging

Headword:
ἀναπίτναμι
Headword (normalized):
ἀναπίτναμι
Headword (normalized/stripped):
αναπιτναμι
IDX:
6261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6262
Key:

Data

{'content': 'throw open'}