Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπισθόκομος
ὀπισθοκράνιον
ὀπισθοκρηπίς
ὀπισθοκύφωσις
ὀπισθόμηρον
ὀπισθονόμος
ὀπισθονυγής
ὀπισθοπόρος
ὀπισθόπους
ὀπισθορμέω
ὀπισθόρμητος
ὀπισθόρροια
ὀπισθοσφενδόνη
ὀπισθοτίλη
ὀπισθοτονία
ὀπισθοτονικός
ὀπισθότονος
ὀπισθοτονώδης
ὀπισθουρητικός
ὀπισθοφάλακρος
ὀπισθοφανής
View word page
ὀπισθόρμητος
hastening back

ShortDef

hastening back

Debugging

Headword:
ὀπισθόρμητος
Headword (normalized):
ὀπισθόρμητος
Headword (normalized/stripped):
οπισθορμητος
IDX:
62610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62611
Key:

Data

{'content': 'hastening back'}