Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπισθοκέφαλον
ὀπισθόκομος
ὀπισθοκράνιον
ὀπισθοκρηπίς
ὀπισθοκύφωσις
ὀπισθόμηρον
ὀπισθονόμος
ὀπισθονυγής
ὀπισθοπόρος
ὀπισθόπους
ὀπισθορμέω
ὀπισθόρμητος
ὀπισθόρροια
ὀπισθοσφενδόνη
ὀπισθοτίλη
ὀπισθοτονία
ὀπισθοτονικός
ὀπισθότονος
ὀπισθοτονώδης
ὀπισθουρητικός
ὀπισθοφάλακρος
View word page
ὀπισθορμέω
hasten back

ShortDef

hasten back

Debugging

Headword:
ὀπισθορμέω
Headword (normalized):
ὀπισθορμέω
Headword (normalized/stripped):
οπισθορμεω
IDX:
62609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62610
Key:

Data

{'content': 'hasten back'}