Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπισθόδετος
ὀπισθόδομος
ὀπισθοδρομέω
ὀπισθοδρόμος
ὀπισθοκάρπιος
ὀπισθοκέλευθος
ὀπισθόκεντρος
ὀπισθοκέφαλον
ὀπισθόκομος
ὀπισθοκράνιον
ὀπισθοκρηπίς
ὀπισθοκύφωσις
ὀπισθόμηρον
ὀπισθονόμος
ὀπισθονυγής
ὀπισθοπόρος
ὀπισθόπους
ὀπισθορμέω
ὀπισθόρμητος
ὀπισθόρροια
ὀπισθοσφενδόνη
View word page
ὀπισθοκρηπίς
shoe

ShortDef

shoe

Debugging

Headword:
ὀπισθοκρηπίς
Headword (normalized):
ὀπισθοκρηπίς
Headword (normalized/stripped):
οπισθοκρηπις
IDX:
62602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62603
Key:

Data

{'content': 'shoe'}