Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
View word page
ἀναπίπτω
to fall back

ShortDef

to fall back

Debugging

Headword:
ἀναπίπτω
Headword (normalized):
ἀναπίπτω
Headword (normalized/stripped):
αναπιπτω
IDX:
6259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6260
Key:

Data

{'content': 'to fall back'}