Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
View word page
ἀναπιπράσκω
sell again

ShortDef

sell again

Debugging

Headword:
ἀναπιπράσκω
Headword (normalized):
ἀναπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
αναπιπρασκω
IDX:
6258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6259
Key:

Data

{'content': 'sell again'}