Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπηνίκα
ὁπῃοῦν
ὀπίας
ὀπιδνός
ὀπίζομαι
ὀπίζω
ὄπιθεν
ὀπιθόμβροτος
ὀπικία
Ὀπικοί
ὀπικός
ὄπιον
ὀπίουρος
ὀπιπευτήρ
ὀπιπεύω
ὄπις
ὀπισαμβώ
ὀπισθάγκωνα
ὄπισθε
ὄπισθεν
ὀπισθέναρ
View word page
ὀπικός
made of opium
ShortDef
made of opium
Debugging
Headword:
ὀπικός
Headword (normalized):
ὀπικός
Headword (normalized/stripped):
οπικος
IDX:
62572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62573
Key:
Data
{'content': 'made of opium'}